- προτέρανδρος
- ο, Νβοτ. ερμαφρόδιτο άνθος που οι στήμονές του ωριμάζουν πριν από τους σπερματικούς του βλαστούς, αλλ. πρώτανδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterandrous < πρότερος + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.